- τερακότα
- (από μετάφραση του ελληνικού οπτή γη). Κεραμική ύλη με το χαρακτηριστικό κοκκινωπό χρώμα, που παράγεται όταν ψηθεί άργιλος με μεγάλη περιεκτικότητα σε σίδηρο. Η τ. ενώ στο παρελθόν χρησίμευε ειδικά για την κατασκευή πλαστικών καλλιτεχνικών αντικειμένων, σήμερα χρησιμοποιείται πολύ στην οικοδομική και στη βιομηχανία παραγωγής οικιακών σκευών.
Η τ., γνωστή από την προϊστορία, είχε περιορισμένη χρήση στην Αίγυπτο και στους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας που προτιμούσαν τη μαγιόλικα. Αντίθετα, στους προκλασικούς χρόνους, γνώρισε ανάπτυξη στην Κύπρο και στην Ελλάδα, όταν άρχισε η κατασκευή μεγάλων χρωματισμένων αγαλμάτων. Στους κλασικούς χρόνους υπήρχε εξαιρετικά μεγάλη παραγωγή βιοτεχνικών έργων, όπως αναθήματα, ανάγλυφα και αγγεία που κατασκευάζονταν με μήτρες, επίσης από τ., σκαλισμένες αρνητικά. Κατά την ελληνιστική περίοδο η τ. πέτυχε τα υψηλότερα καλλιτεχνικά αποτελέσματα στα αριστουργηματικά ειδώλια της Τανάγρας και της Μυρίνης. Άλλη χρήση της τ. ήταν η επένδυση ναών κατασκευασμένων από ξύλο και η διακόσμησή τους με ακρωτήρια, γείσα, ανάγλυφα και αετώματα από τ.
Στη Ρώμη, η τ. έγινε γνωστή κατά τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. Χρησιμοποιήθηκε πολύ σε όλη τη διάρκεια της περιόδου της Δημοκρατίας και αντλούσε την έμπνευσή της στη γλυπτική και στην αρχιτεκτονική από τα ελληνικά και τα ετρουσκικά πρότυπα.
Οι μουσουλμάνοι έδειξαν ιδιαίτερη προτίμηση για την τ. και τη μεταχειρίστηκαν πολύ ως διακοσμητικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής. Κατά την πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα, η τ. εγκαταλείφθηκε ουσιαστικά στη δυτική Ευρώπη έως την ορμητική επανεμφάνισή της στη ρομανική αρχιτεκτονική, κυρίως στη βόρεια Ιταλία. Η μεγάλη ακμή όμως της τ. παρουσιάστηκε στη γλυπτική του 15ου αι. και στην αρχιτεκτονική της ιταλικής Αναγέννησης, όταν απέκτησε εκφραστικό ρόλο με βαθιά δραματική σημασία. Κατόπιν η χρήση της περιορίστηκε σε προπλάσματα μαρμάρινων ή χάλκινων έργων. Toν 18o αι. κατασκευάστηκαν σημαντικά γλυπτικά έργα από τ. (Κανόβα). Ακόμα και στον αιώνα μας μερικοί γλύπτες έδειξαν ιδιαίτερη προτίμηση για την τ. και δημιούργησαν με αυτή έργα μεγάλης αξίας.
Τερακότα. Λεπτομέρεια έργου του Γκ. ντέλα ΡόμπΙα. (Μουσείο Μπάργκελο, Φλωρεντία).
Λεπτομέρεια από μια ετρουσκική σαρκοφάγο που βρέθηκε στην Τοσκάνη (3ος - 2ος π.Χ. αι.).
Αγγείο με διακοσμήσεις από τερακότα, έργοτου 3ου π. Χ. αιώνα, που βρέθηκε στην Κανίσα και τώρα φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Μπάρι. Το αγγείο διακρίνεται για τη ζωηρότητα των χρωμάτων του.
* * *και τερρακότ(τ)α, η, Ν1. σκληρός, ψημένος πηλός με μεγάλη περιεκτικότητα σιδήρου που χρησιμεύει ως υλικό κεραμεικής2. συνεκδ. αντικείμενο, καλλιτέχνημα ή δομικό υλικό κατασκευασμένο με τον πηλό αυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. terra - cotta «γη ψημένη»].
Dictionary of Greek. 2013.